- πασαλείφω
- βλ. πασσαλείφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασαλείφω — πασαλείφω, πασάλειψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. πασαλείβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πασαλείφω — και πασαλείβω πασάλειψα, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος 1. αλείφω επιπόλαια, επιχρίζω άτεχνα κάτι: Μα το πασάλειψες, δεν το έβαψες. 2. αποκτώ ελλιπείς γνώσεις, είμαι ημιμαθής: Πήγε στο εξωτερικό και πασαλείφτηκε με λίγη φιλοσοφία. 3. λερώνω, λεκιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλείφω — και αλείβω άλειψα, αλείφτηκα, αλειμμένος, απλώνω αλοιφή, κρέμα ή άλλη παρόμοια ουσία σε μία επιφάνεια, πασαλείφω: Την έβλεπε που άλειφε το πρόσωπό της με διάφορες αλοιφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασάλειμμα — το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 2. επάλειψη του προσώπου με καλλυντικά. 3. επιπόλαιη και ατελής μάθηση, ημιμάθεια: Πήρε ένα πασάλειμμα με ξένες γλώσσες και κάνει τη μορφωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)